εκκάθαρση

εκκάθαρση
η (Α ἐκκάθαρσις)
νεοελλ.
εκκαθάριση
αρχ.
1. αγνισμός, καθαρισμός
2. αφαίρεση
3. καθαρισμός, στίλβωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”